εγκράτεια

εγκράτεια
η
1) воздержание, умеренность;

εγκράτεια φαγητού (πότου) — воздержание в еде (в питье);

2) сдержанность, уравновешенность; выдержка;

εγκράτεια γλώσσης — сдержанность в разговоре


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εγκράτεια" в других словарях:

  • ἐγκρατεία — ἐγκρατείᾱ , ἐγκράτεια mastery over fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείᾳ — ἐγκρατείᾱͅ , ἐγκράτεια mastery over fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκράτεια — mastery over fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… …   Dictionary of Greek

  • εγκράτεια — η 1. το να είναι κανείς εγκρατής, η απόλαυση με μέτρο ή και η ολοκληρωτική αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις. 2. μτφ., εγκράτεια γλώσσας, το να μη βρίζει κανείς ούτε και να παραφέρεται όταν μιλάει, η λακωνικότητα, συντομία γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκρατείας — ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτεια mastery over fem acc pl ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτεια mastery over fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείαι — ἐγκρατείᾱͅ , ἐγκράτεια mastery over fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατειῶν — ἐγκράτεια mastery over fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείαις — ἐγκράτεια mastery over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείης — ἐγκράτεια mastery over fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκράτειαι — ἐγκράτεια mastery over fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»